- ὑδροθήκη
- ὑδρο-θήκη, ἡ,A reservoir, cistern, Moschio ap.Ath.5.208a.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὑδροθήκη — reservoir fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υδροθήκη — η / ὑδροθήκη, ΝΑ δεξαμενή νερού, στέρνα νεοελλ. 1. ναυτ. το σύνολο τών δεξαμενών τού κύτους τών πλοίων, στις οποίες αποθηκεύεται πόσιμο νερό 2. ζωολ. χονδρό περίδερμα τών αποικιών τών καλυπτοβλαστικών υδροζώων το οποίο καλύπτει τη βάση τών… … Dictionary of Greek
υδροθήκη — η 1. υδαταποθήκη (βλ. λ.). 2. το σύνολο των δεξαμενών πόσιμου νερού στο κύτος πλοίου, η στοίβα νερού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θήκη — η (ΑΜ θήκη) 1. σκεύος, κιβώτιο ή κουτί μέσα στο οποίο τοποθετείται κάτι για φύλαξη 2. επίμηκες περίβλημα από δέρμα, μέταλλο, ξύλο ή χαρτόνι στο οποίο μπαίνει η κοπίδα ξίφους ή μαχαιριού, θηκάρι («βάλε τὴν μάχαιραν εἰς τὴν θήκην») 3. σκληρό… … Dictionary of Greek
γραπτόλιθοι — Αποικίες απολιθωμένων οργανισμών που έζησαν αποκλειστικά στις θάλασσες του παλαιοζωικού αιώνα και ανήκουν στο φύλο των στοματοχορδωτών, συγγενείς με τα σημερινά πετροβράγχια. Η αποικία (ραβδόσωμα) ενός γ. αρχίζει από έναν μικρό, κωνικό θάλαμο –το … Dictionary of Greek